Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αργία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αργία [arˈjia] SUBST θηλ

1. αργία (έλλειψη ενεργητικότητας):

αργία

2. αργία (μη εργάσιμη μέρα):

αργία
Feiertag αρσ

3. αργία (σε κατάστημα, εστιατόριο):

αργία
Ruhetag αρσ

4. αργία ΘΡΗΣΚ:

αργία
Suspension θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αργία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский