Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρβύλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρβύλα [arˈvila] SUBST θηλ

1. αρβύλα (στρατιωτική):

αρβύλα

ιδιωτισμοί:

αρβύλα ορειβασίας
Bergschuh αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με αρβύλα

Bergschuh αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский