Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρέσκομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρέσκομαι [aˈrɛskɔmɛ] VERB αμετάβ nur präs und imperf

Παραδειγματικές φράσεις με αρέσκομαι

αρέσκομαι σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский