Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόκρυψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόκρυψ|η <-εις> [aˈpɔkripsi] SUBST θηλ

1. απόκρυψη (αισθημάτων):

απόκρυψη
Verbergung θηλ

2. απόκρυψη (της αλήθειας):

απόκρυψη
Verschweigen ουδ

3. απόκρυψη (εκείνου που θα 'πρεπε να πω):

απόκρυψη

Παραδειγματικές φράσεις με απόκρυψη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский