Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόκληρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόκληρ|ος <-η, -ο> [aˈpɔklirɔs] ΕΠΊΘ

1. απόκληρος (χωρίς δικαίωμα σε κληρονομιά):

απόκληρος

2. απόκληρος μτφ (πάμφτωχος):

απόκληρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский