Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποψύχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποψύ|χω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [apɔˈpsixɔ] VERB μεταβ (ξεπαγώνω)

αποψύχω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский