Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποτυχημένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αποτυχημέν|ος <-η, -ο> [apɔtiçiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αποτυχημένος (προσπάθεια):

αποτυχημένος

2. αποτυχημένος (φωτογραφία):

αποτυχημένος

3. αποτυχημένος (ζωή):

αποτυχημένος

4. αποτυχημένος (άνθρωπος: που δεν τα κατάφερε):

ως καλλιτέχνης είμαι αποτυχημένος

II . αποτυχημέν|ος <-η, -ο> [apɔtiçiˈmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ (αυτός που δεν τα κατάφερε)

αποτυχημένος
Versager(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με αποτυχημένος

ως καλλιτέχνης είμαι αποτυχημένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский