Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποσώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποσώ|νω <-σα, -θηκα, -σμένος> [apɔˈsɔnɔ] VERB μεταβ

1. αποσώνω (τελειώνω, ολοκληρώνω):

αποσώνω

2. αποσώνω (προλαβαίνω):

3. αποσώνω (κατασπαταλώ):

αποσώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский