Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποστρατεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποστρατεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [apɔstraˈtɛvɔ] VERB μεταβ

1. αποστρατεύω (αξιωματικό):

αποστρατεύω

2. αποστρατεύω (εφέδρους):

αποστρατεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский