Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποστατώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποστατ|ώ <-είς, -ησα> [apɔstaˈtɔ] VERB αμετάβ

1. αποστατώ (από κόμμα):

αποστατώ από

2. αποστατώ (επαναστατώ):

αποστατώ κατά +γεν
rebellieren gegen +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский