Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποσκοπώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποσκοπ|ώ <-είς> [apɔskˈɔpɔ] VERB αμετάβ nur präs und imperf

1. αποσκοπώ (άνθρωπος: έχω κάποια πρόθεση, επιθυμία):

αποσκοπώ

2. αποσκοπώ (άνθρωπος: έχω κάποιο σκοπό, κάποιο στόχο):

Παραδειγματικές φράσεις με αποσκοπώ

αποσκοπώ σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский