Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποσκίρτηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποσκίρτησ|η <-εις> [apɔˈscirtisi] SUBST θηλ

αποσκίρτηση από
Abspringen ουδ von

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский