Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απομαθαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απομαθ|αίνω <-α> [apɔmaˈθɛnɔ] VERB μεταβ

1. απομαθαίνω (ξεμαθαίνω):

απομαθαίνω

2. απομαθαίνω (κόβο συνήθεια):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский