Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απομένω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απομ|ένω <-εινα> [apɔˈmɛnɔ] VERB αμετάβ

2. απομένω (καταλήγω σε ορισμένη κατάσταση):

απομένω άφωνος

Παραδειγματικές φράσεις με απομένω

απομένω άφωνος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский