Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απολυμαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απολυμ|αίνω <-ανα, -άνθηκα, -ασμένος> [apɔliˈmɛnɔ] VERB μεταβ

απολυμαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский