Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποθεραπεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποθεραπεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [apɔθɛraˈpɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. αποθεραπεύομαι (ασθενής):

αποθεραπεύομαι

2. αποθεραπεύομαι (αθλητής):

αποθεραπεύομαι

3. αποθεραπεύομαι (τραύμα):

αποθεραπεύομαι

4. αποθεραπεύομαι (αρρώστια):

αποθεραπεύομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский