Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποθήκευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποθήκευσ|η <-εις> [apɔˈθicɛfsi] SUBST θηλ

1. αποθήκευση (αγαθών, τροφίμων):

αποθήκευση
Lagerung θηλ
αποθήκευση όπλων
αποθήκευση τροφίμων
Lagerzeit θηλ
Lagerdauer θηλ
Aufbewahrungsmöbel ουδ πλ
Lagergebühren θηλ πλ

2. αποθήκευση (ενέργειας) Η/Υ:

αποθήκευση
Speicherung θηλ
αποθήκευση δεδομένων
αποθήκευση ενέργειας

Παραδειγματικές φράσεις με αποθήκευση

αποθήκευση θηλ υδρογονανθράκων
αποθήκευση όπλων
αποθήκευση τροφίμων
αποθήκευση δεδομένων
αποθήκευση ενέργειας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский