Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποδοκιμάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποδοκιμά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɔðɔciˈmazɔ] VERB μεταβ

1. αποδοκιμάζω (απορρίπτω):

αποδοκιμάζω

2. αποδοκιμάζω (κάποιον με φωνές):

αποδοκιμάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский