Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποδεικτικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποδεικτικό [apɔðiktiˈkɔ] SUBST ουδ

1. αποδεικτικό (ό,τι αποδείχνει κάτι):

αποδεικτικό
Beleg αρσ

2. αποδεικτικό (έγγραφο):

αποδεικτικό
Bescheinigung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αποδεικτικό

αποδεικτικό ουδ δαπανών
αποδεικτικό ουδ ανάληψης μετοχών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский