Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποδέχομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποδέχ|ομαι <-τηκα> [apɔˈðɛxɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. αποδέχομαι (δέχομαι):

αποδέχομαι

2. αποδέχομαι (συμφωνώ):

αποδέχομαι
αποδέχομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский