Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απιστία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απιστία [apisˈtia] SUBST θηλ

1. απιστία (έλλειψη πίστης) ΘΡΗΣΚ:

απιστία
Unglaube αρσ
απιστία

2. απιστία (μεταξύ ζεύγους):

απιστία
Untreue θηλ
συζυγική απιστία
Ehebruch αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με απιστία

συζυγική απιστία
Ehebruch αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский