Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απεγκλωβίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απεγκλωβί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɛŋglɔˈvizɔ] VERB μεταβ

απεγκλωβίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский