Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαλλαγή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαλλαγή [apalaˈji] SUBST θηλ (από υποχρέωση, λύτρωση)

απαλλαγή
Befreiung θηλ
φορολογική απαλλαγή
δασμολογική απαλλαγή
Zollbefreiung θηλ
απαλλαγή από τέλη

Παραδειγματικές φράσεις με απαλλαγή

φορολογική απαλλαγή
δασμολογική απαλλαγή
απαλλαγή θηλ από το χρέος
απαλλαγή από τέλη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский