Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απέραστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απέραστ|ος <-η, -ο> [aˈpɛrastɔs] ΕΠΊΘ

1. απέραστος (εμπόδιο):

απέραστος

2. απέραστος (δρόμος):

απέραστος

3. απέραστος (σε κατάλογο):

απέραστος

4. απέραστος (άνθρωπος):

απέραστος

5. απέραστος (στεγανός):

απέραστος
απέραστος από νερό
απέραστος από ήχο

Παραδειγματικές φράσεις με απέραστος

απέραστος από νερό
απέραστος από ήχο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский