Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αξιοπιστία , αναξιοπιστία , αξιόπιστος , αναξιόπιστος , αξιοθέατο και αξιοποιώ

αξιοπιστία [aksiɔpisˈtia] SUBST θηλ

1. αξιοπιστία (ενός μάρτυρα) ΝΟΜ:

2. αξιοπιστία (πηγής πληροφοριών):

αναξιοπιστία [anaksiɔpisˈtia] SUBST θηλ

1. αναξιοπιστία (η μη αληθοφάνεια):

2. αναξιοπιστία (χαρακτηριστικό ανθρώπου):

αξιόπιστ|ος <-η, -ο> [aksiˈɔpistɔs] ΕΠΊΘ

1. αξιόπιστος (που είναι να τον πιστέψεις):

2. αξιόπιστος (που είναι να τον βασιστείς):

αναξιόπιστ|ος <-η, -ο> [anaksiˈɔpistɔs] ΕΠΊΘ

1. αναξιόπιστος (μη αληθοφανής):

2. αναξιόπιστος (άνθρωπος: όχι να βασίζεσαι):

αξιοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [aksiɔpiˈɔ] VERB μεταβ

1. αξιοποιώ (το ταλέντο μου, το χρόνο μου):

2. αξιοποιώ (έδαφος):

αξιοθέατο [aksiɔˈθɛatɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский