Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αξεκαθάριστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αξεκαθάριστ|ος <-η, -ο> [aksɛkaˈθaristɔs] ΕΠΊΘ

1. αξεκαθάριστος (υπόθεση, θέμα):

αξεκαθάριστος

2. αξεκαθάριστος (λογαριασμός):

αξεκαθάριστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский