Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανυπομονησία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανυπομονησία [anipɔmɔniˈsia] SUBST θηλ

ανυπομονησία
Ungeduld θηλ
sich auf etw αιτ freuen

Παραδειγματικές φράσεις με ανυπομονησία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский