Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανυπεράσπιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανυπεράσπιστ|ος <-η, -ο> [anipɛˈraspistɔs] ΕΠΊΘ

1. ανυπεράσπιστος (που δεν μπορεί να υπερασπιστεί):

ανυπεράσπιστος

2. ανυπεράσπιστος (απροστάτευτος):

ανυπεράσπιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский