Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντράκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντράκι [anˈdraci] SUBST ουδ

1. αντράκι (χαϊδευτικά):

αντράκι
junger Mann αρσ

2. αντράκι μειωτ:

αντράκι
Balg αρσ
κάνω το αντράκι

Παραδειγματικές φράσεις με αντράκι

ζόρικο αντράκι
starker Mann αρσ
κάνω το αντράκι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский