Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανορθώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανορθώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [anɔrˈθɔnɔ] VERB μεταβ

1. ανορθώνω (σηκώνω όρθιο):

ανορθώνω

2. ανορθώνω μτφ (αποκαθιστώ):

ανορθώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский