Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανομιμοποίητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανομιμοποίητ|ος <-η, -ο> [anɔmimɔˈpiitɔs] ΕΠΊΘ

ανομιμοποίητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский