Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ανιχνευτής , αναβάτρια , αναντρία , ανίχνευση και ανιχνεύω

ανιχνευτής [anixnɛfˈtis] SUBST αρσ

2. ανιχνευτής ΣΤΡΑΤ:

Aufklärer αρσ

ανιχν|εύω <-ευσα, -εύτηκα, -ευμένος> [anixˈnɛvɔ] VERB μεταβ

1. ανιχνεύω (εντοπίζω):

2. ανιχνεύω (ψάχνω: ουρανό, έδαφος):

ανίχνευσ|η <-εις> [aˈnixnɛfsi] SUBST θηλ

1. ανίχνευση (εκείνου που αναζητείται, αναζήτηση):

Ermittlung θηλ

2. ανίχνευση (προσεκτική έρευνα):

Ermittlungen θηλ πλ

3. ανίχνευση ΣΤΡΑΤ:

Aufklärung θηλ

ανανδρία [ananˈðria], αναντρία [ananˈdria] SUBST θηλ

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST αρσ, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский