Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανθώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανθώ

ανθώ s. ανθίζω

Βλέπε και: ανθίζω

I . ανθί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [anˈθizɔ] VERB αμετάβ και μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский