Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανθόσπαρτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανθόσπαρτ|ος <-η, -ο> [anˈθɔspartɔs] ΕΠΊΘ

1. ανθόσπαρτος (σπαρμένος με άνθη):

ανθόσπαρτος

2. ανθόσπαρτος μτφ (ευτυχισμένος):

ανθόσπαρτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский