Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανθρωπισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανθρωπισμός [anθrɔpizˈmɔs] SUBST αρσ

1. ανθρωπισμός (ουμανισμός):

ανθρωπισμός
Humanismus αρσ

2. ανθρωπισμός (φιλανθρωπία):

ανθρωπισμός
ανθρωπισμός
Humanität θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский