Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανθρωπάκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανθρωπάκι [anθrɔˈpaci] SUBST ουδ

1. ανθρωπάκι (σε ζωγραφιά):

ανθρωπάκι
Männchen ουδ

2. ανθρωπάκι (καημένος άνθρωπος):

ανθρωπάκι
armer Mann αρσ

3. ανθρωπάκι μειωτ (ασήμαντος άνθρωπος):

ανθρωπάκι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский