Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανηφορίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ανηφορί|ζω <-σα> [anifɔˈrizɔ] VERB μεταβ

ανηφορίζω ένα λόφο

II . ανηφορί|ζω <-σα> [anifɔˈrizɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με ανηφορίζω

ανηφορίζω ένα λόφο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский