Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανηλικότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανηλικότητα [aniliˈkɔtita] SUBST θηλ

ανηλικότητα
ποινική ανηλικότητα ΝΟΜ

Παραδειγματικές φράσεις με ανηλικότητα

ποινική ανηλικότητα ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский