Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανευχάριστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανευχάριστ|ος <-η, -ο> [anɛfˈxaristɔs] ΕΠΊΘ (που δεν ικανοποιείται εύκολα)

ανευχάριστος
είναι ανευχάριστος αυτός ο άνθρωπος

Παραδειγματικές φράσεις με ανευχάριστος

είναι ανευχάριστος αυτός ο άνθρωπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский