Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεπίστρεπτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεπίστρεπτ|ος <-η, -ο> [anɛˈpistrɛptɔs] ΕΠΊΘ

1. ανεπίστρεπτος (στιγμές, καιροί):

ανεπίστρεπτος

2. ανεπίστρεπτος (άνθρωπος: χαμένος για πάντα):

ανεπίστρεπτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский