Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναφαίνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναφ|αίνομαι <-άνηκα> [anaˈfɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. αναφαίνομαι (ελπίδα):

αναφαίνομαι

2. αναφαίνομαι (δυσκολίες):

αναφαίνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский