Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανατροφοδότηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανατροφοδότησ|η <-εις> [anatrɔfɔˈðɔtisi] SUBST θηλ

1. ανατροφοδότηση (τάσεων):

ανατροφοδότηση

2. ανατροφοδότηση (ανάδραση):

ανατροφοδότηση
Feed-back ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский