Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανατρέχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αν|ατρέχω <-έτρεξα> [anaˈtrɛxɔ] VERB αμετάβ

1. ανατρέχω (έχω τη ρίζα μου στο παρελθόν):

ανατρέχω σε
zurückgehen auf +αιτ

2. ανατρέχω (καταφεύγω: σε λεξικό):

ανατρέχω σε

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский