Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναμάρτητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναμάρτητ|ος <-η, -ο> [anaˈmartitɔs] ΕΠΊΘ

1. αναμάρτητος (χωρίς αμαρτήματα):

αναμάρτητος
ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω

2. αναμάρτητος (αλάθητος):

αναμάρτητος
ουδείς αναμάρτητος

Παραδειγματικές φράσεις με αναμάρτητος

ουδείς αναμάρτητος
ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский