Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναιρέσιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναιρέσιμ|ος <-η, -ο> [anɛˈrɛsimɔs] ΕΠΊΘ

1. αναιρέσιμος (ισχυρισμός):

αναιρέσιμος

2. αναιρέσιμος (δικαστική απόφαση):

αναιρέσιμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский