Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναγγέλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναγγ|έλλω <-ειλα, -έλθηκα, -ελμένος> [anaɲˈɟɛlɔ] VERB μεταβ

1. αναγγέλλω (γνωστοποιώ):

αναγγέλλω

2. αναγγέλλω (ανακοινώνω):

αναγγέλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский