Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναβιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναβιώ|νω <-σα> [anaviˈɔnɔ] VERB αμετάβ (επανέρχομαι στη ζωή)

αναβιώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский