Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανέκδοτο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανέκδοτο [aˈnɛkðɔtɔ] SUBST ουδ

1. ανέκδοτο (επεισόδιο που διασώθηκε προφορικώς):

ανέκδοτο
Anekdote θηλ

2. ανέκδοτο (πλαστό αστείο περιστατικό):

ανέκδοτο
Witz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский