Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάστημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάστημα [aˈnastima] SUBST ουδ

1. ανάστημα (σώματος):

ανάστημα
Wuchs αρσ
ανάστημα
Gestalt θηλ

2. ανάστημα μτφ (πνευματικό):

ανάστημα
Format ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ανάστημα

έχει βραχύ ανάστημα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский