Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάστατος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάστατ|ος <-η, -ο> [aˈnastatɔs] ΕΠΊΘ

1. ανάστατος (πολύ ακατάστατος):

ανάστατος

2. ανάστατος (άτομο: ταραγμένος):

ανάστατος

3. ανάστατος (πλήθος: ταραγμένο):

ανάστατος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский